MeMeNTo MoRi

..AbNormality is the only ReaLity..

ΜΝΗΜΗ ΧΡΥΣΟΨΑΡΟΥ

Διαμέρισμα: 12Β

Δωμάτιο: κενό

Χαζεύω τους τοίχους. Το βλέμμα μου τραβάει το μοναδικό κάδρο. Ένας καθρέφτης. Λατρεύω το είδωλό μου. Διασκεδάζω με την αμηχανία μου και όλο καθυστερώ στο αθώο παιχνίδι του αυτοθαυμασμού. Αλκοόλ και χόρτο μόνο για πάρτυ μου. Ακούω "PINK FLOYD" και γουστάρω. Χαϊδεύομαι στο σκοτάδι. Με τα μάτια κλειστά. Δεν ξέρω αν γίνομαι σαφής. Μεγαλειώδες φινάλε με ουρλιαχτά. Με μισώ. Άπειρες ώρες με παραισθήσεις και το κεφάλι μου ανατινάζεται. Επαναλαμβάνω: ανατινάζεται.
Ζω σε μια πόλη με βία. Σεξ. Κι όμως είμαι μόνος. Το επόμενο θύμα ίσως να'μαι εγώ. Βλέπω τη γυάλα. Ένα διάφανο κελί για τη "Μαρία". Σκέφτομαι. Επαναλαμβάνω: σκέφτομαι. "Σκότωσα το χρυσόψαρο", θέλω να φωνάξω, αλλά δεν μπορώ. Σκύβω το κεφάλι και σκάω στα γέλια. Μένω μόνος. Κανένας άνθρωπος δεν μπόρεσε να μ' αγγίξει. Να ακούσει τη σιωπή μου. Όλοι σαν μαριονέτες. Χαοτικά συγχρονισμένοι από το σύστημα. Δεν έχει νόημα πλέον. Βαρέθηκα. Βαριέμαι.
Κάθομαι σε μια γωνία και χαζεύω ανθρώπους να περνάνε. Μετά κάθομαι μπροστά τους. Τίποτα. Επαναλαμβάνω: δεν βλέπω τίποτα. Τί είναι το χειρότερο που μπορεί να σκεφτεί ένας άνθρωπος πάνω σ' αυτό το γαμημένο πλανήτη; Ο θάνατος. Και μια γαμημένη στιγμή λες θα τον κατακτήσω. Αλλά στέκομαι στη σκιά μου. Τρέμω και κλαίω. Ίσως απόψε να ελευθερώσω τη "Μαρία" σε κάποιο ποτάμι της φύσης.
Βρίσκομαι κάπου και τρώω. Χλαπακιάζω λαίμαργα απολαμβάνοντας τη γευστική ηδονή. Προσπαθώ να σκεφτώ πόσο ωραία είναι η ζωή μου. Και ξεκινώ ένα παιχνίδι ερωτήσεων με τον εαυτό μου. Φυσικά λέω ψέμματα και απαντώ στην τύχη. Πονάω, αλλά πέντε λεπτά είναι αρκετά για να επιστρέψω με ένα ποτήρι αλκοόλ στο χέρι.
Μ' αρέσει να καπνίζω. Συνεχίζω να μιλάω σαν να'μαι σε έκσταση, γεμίζοντας τη μνήμη μου. Ώρες ώρες εύχομαι να'χα τη μνήμη χρυσόψαρου. Τρία δευτερόλεπτα. Πίνω. Επαναλαμβάνω: πίνω. Με ερεθίζει όσο τίποτα. Θέλω να χορέψω, να λικνιστώ και καταλήγω σε μια τουαλέτα να ξερνάω. Θέλω το αδύνατο. Θέλω κι άλλο. Θέλω αγάπη. Θέλω τα όνειρά μου. Χαοτική κατάσταση.
Προσπαθώ να διαβάσω το μέλλον στην παλάμη, αλλά το μόνο που βλέπω είναι γραμμές. Κοιτάω στον καθρέφτη. Δεν με βλέπω. Η φωτιά σβήνει, φοβάμαι. Νιώθω χάλια. Αλλά και πάλι ίσως το σκοτάδι είναι η πύλη για τη χώρα των ξωτικών.
Όλα περνούν βιαστικά. Αλλάζουν και παίρνουν άλλη όψη.
Υπόθεση δευτερολέπτων.
Θέλω να καούν όλα από τη φλόγα ενός μόνο κεριού.

ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑ

Η νύχτα που πέθανα είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Την θυμάμαι ακόμα και τώρα. Σαν ένα δυνατό ποτό, γλυκόπικρο στο τέλος.
Ήμουν σε ένα μπαρ και έπινα το συνηθισμένο. Βότκα λεμόνι σε χαμηλό, όταν μια γυναίκα με πλησίασε και έκατσε δίπλα μου. Μου είπε γεια. Την ρώτησα πως την λένε, αλλά το μόνο που πήρα ως απάντηση ήταν ένα μικρό χαμόγελο. Έψαχνε για κάποιου είδους διασκέδαση και θέλησε να βγει προς αναζήτηση. Τώρα στο δικό μου πρόσωπο είχε σχηματιστεί ένα μικρό χαμόγελο. Της είπα ότι προκειμένου να διασκεδάσει θα έπρεπε να είναι λίγο αμαρτωλή, γιατί αυτό είναι το παιχνίδι που παίζω. Ή δέχεσαι ή όχι..
Τα μάτια της άναψαν, δίνοντάς μου άμεση απάντηση. Φάνηκε πεινασμένη. Αν και τώρα ξέρω το γιατί. Με οδήγησε κοντά στην μπάντα για χορό. Ένα πιάνο, λίγα τύμπανα και μια κιθάρα παίζανε στους ρυθμούς της τζαζ. Το σώμα της και η ανάσα της μου δημιούργησαν μια ακατανίκητη έλξη. Με αποπλάνησε με άγνωστες δυνάμεις. Μες την θολή μου επιθυμία την ακολούθησα τυφλά, σε ένα στενάκι για την διασκέδαση που της είχα τάξει.
Μόνο αργότερα συνειδητοποίησα πως η πείνα στα μάτια της δεν ήταν για τροφή. Ήταν για το αίμα μέσα μου.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Το όνειρο πάντα το ίδιο. Υπερρεαλιστικό.
Θολές εικόνες, μαύρες φιγούρες σε σπίτια, βρόντος πορτών, απότομες σκιές να εμφανίζονται, τρομαγμένα πρόσωπα που επιδιώκουν τις σκιές για να κρυφτούν. Κι εγώ τρέχω, με στόμα ανοιχτό, βγάζοντας μια αθόρυβη κραυγή. Ένας μονότονος ήχος βημάτων με ακολουθεί, μαζί με απόηχους μες την ομίχλη. Φτάνω σε ένα ερειπωμένο σπίτι. Τα βήματα με οδήγησαν εκεί που πραγματοποιήθηκε η αιματοχυσία.
Βλέπω το σεληνόφως να αντανακλά πάνω στις λεπίδες, καθώς πετσοκόβουν με μανία. Και κορδέλες. Κόκκινες κορδέλες με χρυσό κέντημα κρεμασμένες στις ταπετσαρίες του τοίχου. Υποχωρώ γεμάτος φρίκη. Χάνομαι μες την ομίχλη και το ποδοβολητό με ακολουθεί για ακόμη μια φορά μες τη νύχτα. Όλο και πιο γρήγορα. Η καταχνιά μου κρύβει το μονοπάτι και χάνω το δρόμο της επιστροφής. Προσπερνώ μια επιγραφή
"ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΗ"
Τρομαγμένος στρίβω στη γωνία. Η πινακίδα γράφει... οδός "Ευτυχίας και Ολέθρου". Τα βήματα πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο. Ένας ιώδης αργαλειός υφαίνει στα αριστερά μου. Κρύβομαι πίσω του και καθώς η ομίχλη με προσπερνά μαζί με το ποδοβολητό, προβάλλει το σπίτι. Το ίδιο ερειπωμένο σπίτι. Ανασαίνω βαριά και τότε ξυπνώ. Πάντοτε στο ίδιο σημείο. Ξυπνώ με την ίδια ανάσα.
Σήμερα το πρωί όμως συνέβη κάτι παράξενο. Ανάμεσα στα γράμματα του ταχυδρομείου έλαβα και ένα κτηματομεσιτικό φυλλάδιο. Στο εξώφυλλο υπήρχε το σπίτι από το όνειρό μου. Πωλείται. Ίσως να πήρα και την πιο χαζή απόφαση της ζωής μου, αλλά ντύθηκα και έφυγα. Ανέβηκα στο λεωφορείο με μια μόνο σκέψη στο μυαλό μου, να το δω από κοντά.
Μες στο λεωφορείο κανείς φιλικός, κανείς δεν ανταποδίδει τους χαιρετισμούς μου. Πότε ο κόσμος αποξενώθηκε τόσο πολύ, σκέφτηκα. Φτάνω και κατεβαίνω. Ένα μικρό κορίτσι, που στεκόταν μπροστά μου, έτρεξε βίαια προς το σπίτι της και χτύπησε την πόρτα πίσω της. Συνέχισα να περπατώ μέχρι το επόμενο τετράγωνο. Βρήκα τη γωνία οδών Ευτυχίας και Ολέθρου. Αριστερά ο ίδιος ιώδης αργαλειός. Μια χλωμή και παράξενη κυρία με μαύρο φόρεμα με περίμενε στην πόρτα, ανταποδίδοντάς μου ένα ισχνό χαμόγελο.
"Ενδιαφέρεστε για το σπίτι αγαπητέ μου; Είναι στοιχειωμένο ξέρετε!" είπε με ένα παράξενο χιούμορ στον τόνο της φωνής της.
"Από..από τι;" ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.
Με κοίταξε ίσια στα μάτια κι ένας μυσαρός ήχος βγήκε από τα χείλη της.
"Από εσάς φυσικά!"
Και τότε κατάλαβα. Καθόλου περίεργο που ο οδηγός του λεωφορείου δεν ζήτησε ποτέ το εισιτήριό μου.

ΑΚΡΟΒΑΤΩΝΤΑΣ

Με κομμένη αναπνοή και ιδρωμένο το κορμί
Σε πλησιάζω ακροβατώντας με ρυθμό σιωπής
Η αϋπνία μου υγρή, ράβει νύχτα την πληγή
Μη τυχόν την ψηλαφίσεις και μου φοβηθείς
Το έργο μοιάζει να ‘ναι ατέλειωτο
Και μόνο εγώ είμαι θεατής
Στους διαδρόμους του θεάτρου σου
Να μαζεύω τα κομμάτια
Που στο χειροκρότημα θα φανεί
Αν θα μ’ αντέξει το σχοινί
Άλλοτε κι αλλού μην πεις
Θα χαθούμε, μην αργείς
Με λυγμό που μοιάζει ανώδυνος
Κλείνω τα μάτια και εύχομαι να δεις
Μέσα στα δάκρυα τα όνειρα
Που είναι ο φόβος μου διαρκής
Να ξέρεις θα ‘μαι πάντα εκεί
Καρδιά Ψυχή και Σώμα
Να στα δώσω όταν θα ‘ρθείς
Πάνω στο σχοινί κάθε σκέψη μου τυφλή
Κάθε βήμα μου μικρό
Κι η ζωή σε μαύρο φόντο
Να ξεθωριάζει όταν σε κοιτώ
Με το πέρασμα του χρόνου
Θα ακροβατώ, θα μου μάθεις να πετώ
Κι απέναντι σαν φτάσω
Στην αγκαλιά σου πια, αιώνια θα κοιμηθώ

Followers